- διόλων
- διά-ὁλάωimperf ind act 3rd pl (homeric ionic)διά-ὁλάωimperf ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυεστέρας — ο, Ν (χημ. τεχνολ.) 1. συν. στον πληθ. οι πολυεστέρες συνοπτική ονομασία πολυμερών ενώσεων, που παράγονται με ποικίλες αντιδράσεις, όπως είναι η πολυσυμπύκνωση μιας δισθενούς αλκοόλης με ένα δικαρβονικό οξύ, η πολυσυμπύκνωση ενός διεστέρα με μια… … Dictionary of Greek